- πρώιμοι
- πρώιμοςearlymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
παγετός — Φαινόμενο που οφείλεται στην πτώση της θερμοκρασίας του αέρα μέχρι το μηδέν της εκατόβαθμης κλίμακας ή και κάτω από αυτό. Μπορεί να είναι παροδικός ή συνεχής και να παρουσιάζεται σε μεγάλη ή μικρή έκταση. Εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία του… … Dictionary of Greek
πρωιμιά — η, Ν [πρώιμος] 1. η ιδιότητα τού πρώιμου, το να είναι κάτι πρώιμο 2. στον πληθ. οι πρωψιές οι πρώιμοι καρποί … Dictionary of Greek
πρωτογέννημα — το, ΝΜΑ, και πρωτογένημα Α [πρωτογεννῶ] 1. το πρώτο γέννημα 2. συν. στον πληθ. τα πρωτογεννήματα πρώιμοι καρποί που προσφέρονται από τους Εβραίους ως θυσία στον θεό κατά την εορτή τής Πεντηκοστής κατά την οποία αγιάζονται οι καρποί τής γης … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
φουσκοδεντριά — η, Ν 1. η εποχή πριν από την άνοιξη, όταν σχηματίζονται οι οφθαλμοί τών δένδρων 2. στον πληθ. οι φουσκοδεντριές μτφ. πρώιμοι νεανικοί ερωτικοί πόθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + δέντρο + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek